άλμα ρήγματος

άλμα ρήγματος
Στη γεωλογία, το πλάτος της διαφοράς των δύο επιφανειών του στρώματος, που μετακινήθηκε κατά τη διάρρηξη (βλ. λ. ρήγμα).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διακλάσεις — Ρωγμές διαφόρου μεγέθους –από μερικά μέτρα έως μερικές εκατοντάδες μέτρων– που διασχίζουν τα πετρώματα και αποτελούν στοιχειώδη συνέπεια των ορεογενετικών κινήσεων σε αυτά. Από τον προσανατολισμό και την κλίση των δ. μπορεί να προκύψουν… …   Dictionary of Greek

  • ρήγμα — Διάρρηξη ενός στρώματος του φλοιού της Γης, λιγότερο ή περισσότερο βαθιά, κατά μήκος της οποίας τα αποχωριζόμενα τεμάχια υφίστανται σχεδόν πάντα μετακίνηση, που ποικίλλει από λίγα εκατοστά έως χιλιάδες μέτρα. Τα Ρ., που γενικά έχουν τεκτονική… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”